- πρόβημα
- τὸ, Α [προβαίνω]άνοιγμα τού σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προβήμασι — πρόβημα a step forward neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβήμασιν — πρόβημα a step forward neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβήματος — πρόβημα a step forward neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek